- παλαιο-
- παλαιο-в сложн. словах = παλαιός См. παλαιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
Παλαιό Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται NΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Παλαιό Γεράνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γερανίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Γυναικόκαστρο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Kιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσιανού … Dictionary of Greek
Παλαιό Ελευθεροχώρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Πιερίας … Dictionary of Greek
Παλαιό Εράσμιο — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερασμίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Ζερβοχώρι — Οικισμός (υψόμ. 4 μ.), στην πρώην επαρχία Nάουσας, του νομού Hμαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζερβοχωρίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Καλαμάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Kορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ισθμίας … Dictionary of Greek
Παλαιό Κατράμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
Παλαιό Κεραμίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται BΔ της Κατερίνης … Dictionary of Greek
Παλαιό Λουτρό — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A του Αιγάλεω, BA των Γαργαλιάνων … Dictionary of Greek